ατελείωση

ατελείωση
η
βιολ. ατελής ανάπτυξη του σώματος ή οργάνων του με αποτέλεσμα να παραμένουν ατροφικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ατελειωματικός — ή, ό φρ. «ατελειωματικά όργανα» αυτά που παρουσιάζουν ατελείωση, υποτυπώδη όργανα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”